λεοντόδιφρος

λεοντόδιφρος
λεοντό-διφρος, ον,
A in a chariot drawn by lions,

Ῥέη AP6.94

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεοντόδιφρος — λεοντόδιφρος, ον (Α) (για τη Ρέα) αυτή που φέρεται πάνω σε δίφρο ο οποίος σύρεται από λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλί διφρος, ταχύ διφρος)] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόδιφρε — λεοντόδιφρος in a chariot drawn by lions masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”